- διαξυλώ
- (ο) μετ. горн, крепить
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαξυλώνω — και διαξυλώ υποστυλώνω, στηρίζω με ξύλα την οροφή και τα πλάγια φρεάτων, ορυχείων, στοών ή σηράγγων … Dictionary of Greek